Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζαλμός — ζαλμός, ὁ (Α) δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. θρακικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
ζαλμόν — ζαλμός skin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)